ντουλγέρης

ντουλγέρης
και ντουλγκέρης και δουλγέρης, ο
ξυλουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dulger].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ντογραματζής — ο (διαλ.) ντουλγέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dogramaci «λεπτουργός»] …   Dictionary of Greek

  • ντουλγέρικος — και ντουλγκέρικος και δουλγέρικος, η, ο [ντουλγέρης] 1. ξυλουργικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ντουλγέρικα (στη Θράκη) συνθηματική γλώσσα τών πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”